- κορύθιον
- κορύθιον, τὸ (Α)μικρή περικεφαλαία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος + υποκορ. κατάλ. -ιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόρυς — κόρυς, υθος, ἡ (Α) 1. η περικεφαλαία τών μαχητών («βάλεν εὐπείθεια κόρυθος διὰ χαλκοπαρῄου», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το κέρας δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επαρκώς. Μαζί με τα κόρυδος, κόρυμβος, κορύνη,… … Dictionary of Greek
ԿՈՐԴԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 1119 Chronological Sequence: 13c գ. Սաղաւարտ. որպէս յն. κόρυς, κορύθος, κορύθιον galea, cassis, galeola. *Ետու դնել (զնշտն խաչին) ʼի նշանս պատերազմական զինուց, եւ ʼի կորդակս վեղէնդահացն. Թղթ. դաշ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)